- ἀκενόσπουδος
- ἀκενό-σπουδος, ον,A shunning vain pursuits, Antip. Tars.Stoic.3.254, Cic.Fam.15.17.4, M.Ant.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακενόσπουδος — ἀκενόσπουδος, ον (Α) [κενόσπουδος] αυτός που αποφεύγει τις μάταιες ασχολίες, που δεν είναι αργόσχολος … Dictionary of Greek
ἀκενόσπουδος — shunning vain pursuits masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκενόσπουδον — ἀκενόσπουδος shunning vain pursuits masc/fem acc sg ἀκενόσπουδος shunning vain pursuits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)